Η Παγκόσμια Ημέρα Βιοποικιλότητας καθιερώθηκε το 1993 από τα Ηνωμένα Έθνη και εορτάζεται κάθε χρόνο στις22 Μαΐου. Η ύπαρξη ποικιλίας φυτικών και ζωικών ειδών αποτελεί βασικό παράγοντα για την ανθρώπινη ύπαρξη και τη βιώσιμη ανάπτυξη . Ένας από τους προβληματισμούς που αναπτύσσεται και αφορά στην ανθρώπινη επίδραση είναι εάν και κατά πόσο το θεσμικό πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων ,όπως αυτό εφαρμόζεται στη χώρα μας συμβάλλει και κατά πόσο στη διατήρηση της βιοποικιλότητας στο περιβάλλον.
Σημαντικό εργαλείο για την σύνταξη των μελετών αποτελούν τα Τιμολόγια Έργων Πρασίνου ,όπου εκτός των άλλων συνοδεύονται και από ένα κατάλογο φυτικών ειδών, ενδημικών στην πλειονότητά τους ,ανά κατηγορία ,με συγκεκριμένες διαστάσεις και τιμολόγιο.
Εάν μελετήσουμε προσεκτικά τον κατάλογο θα παρατηρήσουμε ότι περιλαμβάνει αρκετά μεγάλη ποικιλία φυτικών ειδών η οποία όμως δεν συνάδει με την ποικιλία που εντέλει υλοποιείται σε επίπεδο κατασκευής .Δυστυχώς σε αυτό συντέλεσαν αρκετοί παράγοντες με κυριότερο την αναντιστοιχία των διαστάσεων των φυτών που προδιαγράφονται με τις τιμές του περιγραφικού τιμολογίου και τις τιμές του εμπορίου.
Τρανή απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια , ιδιαίτερα μετά την κατάργηση των αναλυτικών τιμολογίων και την αυθαίρετη μείωση των τιμών των περιγραφικών ,έχουν κυριαρχήσει συγκεκριμένα φυτικά είδη όπως το πλατάνι(κυρίως εισαγωγής) στις μεγάλες δενδροστοιχίες των κεντρικών αυτοκινητοδρόμων, στα πάρκα, στα άλση εις βάρος των υπολοίπων ειδών, επειδή είναι φθηνότερα σε σχέση με άλλα είδη. Στην ελληνική φύση η παρουσία του αυτοφυούς ανατολικού πλατάνου έχει συνδεθεί κυρίως με την ύπαρξη του νερού ,στις παραρεμάτιες και παραθαλάσσιες περιοχές ή ως μεμονωμένου στοιχείου στις κεντρικές πλατείες των χωριών και συνειρμικά δημιουργείται αυτή η εικόνα που η πραγματικότητα τη διαψεύδει. Στις κατηγορίες δένδρων από Δ3 και άνω η σχέση τιμής περιγραφικών τιμολογίων και τιμών εμπορίου είναι εξωπραγματική , συνεπικουρούμενη από το γεγονός της οικονομικής κρίσης, που οδήγησε τα ελληνικά φυτώρια να μην παράγουν φυτά τέτοιων διαστάσεων .Οι συνέπειες γνωστές.: εισαγωγές φοινίκων από την Αίγυπτο που έφεραν το κόκκινο σκαθάρι, βουλγαρικά πλατάνια, ιταλικά πλατάνια εις βάρος του αυτοφυούς ανατολικού πλατάνου ,κλπ..Οι αθρόες εισαγωγές έχουν οδηγήσει και σε εισαγωγές άγνωστων για τη χώρα μας ασθενειών , σε έξαρση γνωστών ασθενειών εξ αιτίας και της έλλειψης ουσιαστικών μέτρων που αναχαιτίζουν τη διάδοσή τους.Oμύκητας που ευθύνεται για την ασθένεια του μεταχρωματικού έλκους του πλατάνου και έχει νεκρώσει τεράστιες εκτάσεις με πλατάνια στην Ελλάδα ,προήλθε από εισαγωγές δενδρυλλίων από την Ιταλία και διαδόθηκε μέσω των εσκαπτικών μηχανημάτων και των αλυσοπρίονων. Για την πλειονότητα της φυτοπροστασίας υπάρχει ένα γενικό τιμολόγιο στις τιμές πρασίνου που προσπαθεί να καλύψει όλες σχεδόν τις περιπτώσεις.
Ταυτόχρονα παρατηρούμε την τάση αρκετών μελετητών ειδικά στις αναπλάσεις μεγάλων έργων να επιλέγουν δένδρα μεγάλων κατηγοριών Δ6,Δ7 και Δ8 αλλά και θάμνους αντιστοίχου μεγέθους με τη δικαιολογία του « άμεσου αποτελέσματος» . Είναι τραγικό η χώρα μας και σε αυτή την κρίση να εισάγει με ελλιπείς ή ανύπαρκτους ελέγχους είδη όπως το πουρνάρι, η κουμαριά, η χαρουπιά ,η κουτσουπιά κλπ διότι απλά δεν παράγονται σε αυτές τις μεγάλες διαστάσεις .
Μία άλλη αδυναμία των τιμολογίων πρασίνου ,η οποία έχει άμεσες επιπτώσεις στις ιδιωτικές αναδασώσεις που υλοποιούνται εξ αιτίας αντισταθμιστικών μέτρων αποκατάστασης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, είναι η ανυπαρξία τιμολογίων μικρότερων κατηγοριών από τη Δ1 στα δένδρα. Σε αυτή την κατηγορία τα φυτικά είδη των δένδρων που περιγράφονται έχουν ύψος μεγαλύτερου από 1-1,25μ..Στις αναδασώσεις που υλοποιούνται από τη δασική υπηρεσία και με βάση τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης τα δένδρα ανήκουν στην κατηγορία των βωλόφυτων, προέρχονται συνήθως από τα κρατικά φυτώρια και έχει πιστοποιηθεί η προέλευση των σπόρων . Είναι εις βάρος της εξέλιξης της αναδάσωσης η χρήση μεγάλων φυτών κατηγορίας Δ1 και Δ2,τα οποία προσαρμόζονται αρκετά δύσκολα και απαιτούν ιδιαίτερη συντήρηση .Επίσης στα ιδιωτικά φυτώρια δεν υπάρχει η ποικιλία των φυτικών ειδών που ανήκουν στον συγκεκριμένο βιοκλιματικό όροφο και περιγράφονται στις μελέτες γιατί δεν είναι «εμπορεύσιμα», με αποτέλεσμα να είναι μονόδρομος η υλοποίησή τους με περιορισμένο αριθμό ειδών .
Η αντιοικολογική επιλογή μεγάλων διαστάσεων φυτών ενισχύεται και από την ανυπαρξία τιμολογίων διαφορετικών εδαφικών υποστρωμάτων. Με τα τιμολόγια του γενικών όρων «κηπευτικό χώμα» και «φυτική γη», υλοποιούνται όλες οι δημόσιες συμβάσεις της χώρας ερήμην των ιδιαίτερων αναγκών των φυτών, με τις γνωστές συνέπειες.
Οι περιορισμοί στην επιλογή των φυτών επιφέρουν αλλαγές και έχουν άμεσες επιπτώσεις και στα είδη των ζώων που επιλέγουν άλλες περιοχές για την αναζήτηση τροφής και φωλιάς και οδηγούν και σε περιορισμό της πανίδας και ειδικά της ορνιθοπανίδας.
Οι ανακατατάξεις που δημιουργούνται το τελευταίο διάστημα στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων ίσως αποτελέσουν μία καλή ευκαιρία για τη βελτίωση και αναπροσαρμογή του θεσμικού πλαισίου προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της βιοποικιλότητας .